αριστοεπής

αριστοεπής
ἀριστοεπής, -ές (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί άριστα τη γλώσσα ή αυτός που λέει το άριστο, το σωστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -επής < έπος «έκφραση, λόγος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • αριστοέπεια — η η άριστη χρησιμοποίηση της γλώσσας στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Ζαμπέλιο] …   Dictionary of Greek

  • αριστοεπώ — ἀριστοεπῶ ( έω) (Α) [αριστοεπής] ομιλώ άριστα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”